- παιχνιδίζω
- και παιγνιδίζω [παιχνίδι / παιγνίδι]1. κινούμαι ελαφρά πέρα δώθε («ηλιαχτίδες παιχνιδίζανε στα μαλλιά της»)2. μτφ. φέρομαι σαν παιδί, παιδιαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιχνιδίζω — παιχνιδίζω, παιχνίδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παιχνιδίζω — παιχνίδισα, κουνιέμαι πέρα δώθε, σαλεύω με διάθεση να παίξω: Τα μάτια του μωρού παιχνιδίζουν μπροστά στο αναμμένο κερί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυματίζω — (AM κυματίζω) [κύμα] προκαλώ κυματισμό, σηκώνω κύματα, κάνω κύματα νεοελλ. μτφ. κινώ κάτι ή κινούμαι κυματοειδώς («η σημαία κυματίζει») μσν. 1. χτυπώ, προσκρούω 2. (για τα μάτια) ανοιγοκλείνω γνέφοντας, παιχνιδίζω 3. φρ. «κυματίζω τὴν γλῶσσάν… … Dictionary of Greek
παιγνιδίζω — βλ. παιχνιδίζω … Dictionary of Greek
παιχνίδισμα — και παιγνίδισμα, το [παιχνιδίζω] 1. εύθυμο παίξιμο, κίνηση ή έκφραση παιχνιδιάρικη («τα φιλάκια ασώτευες / τα παιχνιδίσματά σου», Παλαμ.) 2. μτφ. γοργή ή ρυθμική κίνηση («το παιχνίδισμα τού κύματος») … Dictionary of Greek
παιχνιδάω — και παιγνιδάω [παιχνίδι / παιγνίδι] παιχνιδίζω … Dictionary of Greek